Σοφέ μου, το τετράσοφο που σε φωτάει λυχνάρι, νάτανε, λέει, φεγγάρι και συ είκοσι χρονώ!
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
(Καρπενήσι 1877 – Αθήνα 1940)
Από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες συγγραφείς και κριτικούς. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τη δημοτική γλώσσα και με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου. Το βιβλίο του Τα ψηλά βουνά (1918) θεωρείται αξεπέραστο σχολικό ανάγνωσμα-σταθμός στην ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Ανανέωσε, ακόμη, την ποίηση για παιδιά. Τα θέματα των έργων του είναι δοσμένα με ρεαλισμό, λιτότητα, και φαντασία. Ασχολείται με την καθημερινότητα της ζωής των παιδιών, τη φύση και τα ζώα. Άλλα έργα του: Τα χελιδόνια, Τα θεία δώρα (για παιδιά), Πεζοί ρυθμοί, Βυζαντινός όρθρος, Διηγήματα, Ο όρκος του πεθαμένου, Η θυσία (για μεγάλους).
-
-
Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά: «Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά. Τί κάθομαι δω πέρα;»
-
Διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 – 1940).
-
Ο Παπαντωνίου γράφοντας τα διηγήματά του, δεν εθεώρησεν αρκετό να μας δώσει μερικές ιστορίες ανθρώπων ή μερικούς πίνακες ζωής. Θέλησε να σκοπεύσει ψηλότερα και μακρύτερα […].
-
Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνο — μια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας!
-
Στην αγορά του Σαββάτου τ’ άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ τη λεύκα για τη ζωή τους. Κι ένα κόκκινο άλογο, κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγιόταν τα θαυμάσια των ταξιδιών του.
-
Ο Παπαντωνίου γράφοντας τα διηγήματά του, δεν εθεώρησεν αρκετό να μας δώσει μερικές ιστορίες ανθρώπων ή μερικούς πίνακες ζωής. Θέλησε να σκοπεύσει ψηλότερα και μακρύτερα […].