Το Ξεκίνημα

by admin
Το Ξεκίνημα

Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνο — μια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας!
Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο;
Για ξένους τόπους ξεκινήσαμε, για συννεφιασμένους ουρανούς. Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδα — στον κάμπο χύνεται ο ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ;
Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία! Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ’ την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή.
Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.
Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ’ το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου… Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σου — για να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι’ ομίχλη…
Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο;
Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες.
Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών…
Ω! απάνου απ’ τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΑΚΟΜΑ..