Ο “ηγούμενος”

by admin
Ο "ηγούμενος"

Ο δύσβατος δρόμος ανηφόριζε στην πλαγιά του Βουνού. Το δάσος πυκνό. Τα σύννεφα καθισμένα χαμηλά, προμηνούσαν καταιγίδα στο καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Το μοναστήρι αντίκρυ, μακριά, φάνταζε ποθητό τέρμα της πορείας μας.

Όταν τραβήξαμε το σκοινί του σήμαντρου, τα σύννεφα είχαν κατέβει στη στέγη του μοναστηριού.

Στο παραθυράκι της πορτάρας, πρόβαλε δισταχτικά η γενειάδα του καλόγερου.
— Προσκυνούμε, πάτερ.

Έσκυψε, ερεύνησε ολόγυρα, ύστερα ρώτησε.

— Μόνοι σας είστε;

— Μόνοι μας.

Ξανακοίταξε γύρω, μας έψαξε καχύποπτα με τη ματιά του, φώναξε τον σκύλο του που το λαχάνιασμα του ακούστηκε πίσω απ’ τη μεγάλη θύρα και τελικά, έσυρε τη βαριά αμπάρα, άνοιξε με φανερό κόπο και κρυφό δισταγμό την πόρτα.

— Περάστε.

Ο σκύλος κούνησε την ουρά του αφού πρώτα μας οσμίστηκε καλά. Κι ο καλόγερος ξανάπε θαρρετά τώρα. «Περάστε… περάστε».

Μας οδήγησε στην εκκλησιά ν’ ανάψουμε το κερί μας, όμως δεν μας άφησε να προσευχηθούμε αν το θέλαμε. Η «ξενάγηση του» φλύαρη, υψηλόφωνη, χωρίς ειρμό, με ξιππασιά και προπέτεια.

— Εγώ είμαι ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής, μας συστήθηκε.

— Είστε πολλοί μοναχοί στη μονή;

— Όχι, μόνος μου είμαι!

Απορήσαμε βέβαια σε ποιους ήταν ηγούμενος, μα η πολυλογία του δεν μας άφηνε περιθώρια. Ξεχωρίσαμε ανάμεσα στα πολλά πως όπου να ‘ναι θα ασφαλτοστρωθεί ο δρόμος, στα πρόθυρα βρίσκεται και το ρεύμα της ΔΕΗ. Το νερό είναι θέμα κάποιας πιστώσεως. Για όλα έχει ενεργήσει, μερίμνησε, έγραψε σε τρανούς, σε προσωπικότητες, σε ξενητεμένους, σε συλλόγους… Από άλλους πήρε υποσχέσεις, απ’ άλλους Βοήθεια, απ’ άλλους ούτε απάντηση. «Μαγάρισα και τη λέξη που τους αποκάλεσα εξοχώτατους…» κατέληξε.

Το ράσο του τριμμένο και βρώμικο. Η γενειάδα του κίτρινη και λερή. Το μπόι του τριπίθαμο, μα τα λόγια του πήχεις ατέλειωτοι.

— Πακτωλό θ’ αποτελέσει η μονή όταν θα γίνει ο δρόμος και ‘ρθει το φως και το νερό. Τα λέω στον Δεσπότη, δεν μ’ ακούει. Πακτωλός του λέω Δέσποτα, χρυσορυχείο.

Προσπαθούμε να βρούμε αναπαμό απ’ την φλυαρία. Προσπαθούμε να γυρίσουμε την κουβέντα όπως αξίζει στον χώρο και την εξαίσια φυσική ομορφιά του τόπου. Ρωτάμε για θαύματα, για ενύπνια κι έχουμε την ελπίδα πως τουλάχιστο η πολυλογία του θα στραφεί σ’ άλλα μονοπάτια.

— Την παίρνουν κάποτε οι χωρικοί την εικόνα και την γυρνάν στα χωράφια νια βροχή, για ακρίδα… Όμως δεν αφήνουν τίποτα στη μονή αυτά τα πράγματι… Μόνο ο δρόμος. Αυτός θα φέρει τον κόσμο, θ’ ανοίξει τον πακτωλό… Εγώ τα λέω στον δεσπότη, δεν μ’ ακούει.

Μας περνά στη «βιβλιοθήκη». Στον τοίχο κρέμονται κορνιζομένα τα παραχωρητήρια των Σουλτάνων για την προικοδότηση της μονής.

— Χιλιάδες στρέμματα σας λέω. Λιοστάσια, δάση, κάμπος… Πολλοί παράδες!

Μες από ένα σαρακοφαγωμένο ντουλάπι βγάζει και μας δείχνει ένα χειρόγραφο βιβλίο του 1724. Πόνημα μιας ολόκληρης Ζωής κάποιου μοναχού της εποχής, είναι κοσμημένο με μινιατούρες και περιέχει με ωραία Βυζαντινή γραφή τις τρεις λειτουργίες. Το ξεφυλλίζει ταχυδακτυλουργικά, το παραμερίζει. Ύστερα παίρνει από μια στοίβα όμοια φύλλα, ένα τετρασέλιδο μεγάλου σχήματος από περγαμηνή χρυσογραμμένη, το τσαλακώνει στη χούφτα του να μας παρα-στήσει πώς έβαζαν τις ελιές μες στο αδιάβροχο αυτό χαρτί οι παλιοί αγράμματοι καλόγεροι, το ξαναπετά στη στοίβα. Προσπαθεί να κλείσει την πόρτα του ντουλαπιού, η περγαμηνή εξέχοντας τον εμποδίσει, τη σπρώχνει με το πόδι του, την τσακίζει όπως όπως, επί τέλους έκλεισε το ντουλάπι. Όμως το στόμα του μένει συνέχεια ανοιχτό και λέει και λέει…

— Όταν ήταν Υπουργός ο τάδε… είχα φίλο τον στρατηγό δείνα… κι αυτός μαζί με τον Υφυπουργό… Ονόματα, χρονολογίες, Ζωντανό πολιτικό ρεπορτάζ, πλήρη ενημέρωση.

— Βλέπω, πάτερ, είστε πολύ καλά ενημερωμένος με την πολιτική και όσα συμβαίνουν!

— Α, παίρνω τακτικά εφημερίδες. Έχω και το ραδιάκι μου…

Και τότε ήταν που ήρθε ο πειρασμός και ρωτήσαμε.

— Πώς βλέπετε, πάτερ, την κίνηση νια την ένωση των Εκκλησιών;

Η απάντηση ήρθε αδίσταχτη και καταπελτική, όπως δα την υποψιαζόμασταν.

— Φούρνος να μη καπνίσει, παιδί μου. Φούρνος να μη καπνίσει. Ό,π θέλουν ας κάνουν. Εγώ, το δρόμο ονειρεύομαι… ν’ ανοίξει ο πακτωλός.

Κατηφορίζοντας την πλαγιά, σιωπούμε. Στο μυαλό μας δεσπόζει ο «μοναχός» της μονής. Ο «ηγούμενος».

Τα σύννεφα άφησαν πια το φορτίο τους να ξεχυθεί πάνω στο δάσος. Η καταιγίδα – ορμητική καλοκαιριάτικια μπόρα – χτυπά τα δέντρα και τη γη που ξεχύνουν χίλιες ευωδιές και κατακλύζουν τα πνευμόνια μας και την ψυχή μας. Ε, καιρός ήταν.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΑΚΟΜΑ..