Πλάγιασα εκείνη τη νύχτα – φοβερή νύχτα του Δεκέβρη – μέσα σ’ ένα ανεμόμυλο του Τρουμπέ. Πλάγιασα, μα δεν κοιμήθηκα. Ο δρόλαπας έξω σάρωνε απ’ άκρη σ’ άκρη τον Κάμπο κι έκανε τους δρόμους αδιάβατους. Χίλιες φωνές και μύριοι χτύποι άλλαζαν στο λεφτό. Μόλις ξεθύμαινε το αστραπόβροντο, άρχιζε ο βόγκος του ανέμου κι έπειτα των κεραμιδιών ο θρήνος και των δέντρων ο δαρμός. Και στο αναμεταξύ πηδούσε άξαφνα αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, και κείνη πλάκωνε ανάρια ανάρια η κλαγγή της καμπάνας. Κατά τη χαραυγή όμως ησύχασαν τα πάντα και όταν σηκώθηκα, ήβρα το μυλωνά στον προσηλιακό, κοντά στη σταχτερή γάτα του, να μπαλώνει ένα τρυπημένο σακί.
– Καλή νυχτιά κι απόψε ε; του είπα μόλις τον καλημέρισα.
– Θαρρείς πως μια γυναίκα θα ’κανε λιγότερο, αν της άρπαζαν το παιδί; με ρώτησε κείνος, κοιτάζοντας περίεργα.
Τον κοίταξα και γω περίεργα, χωρίς να καταλαβαίνω τι έχει να κάμει μια νύχτ’ αγριεμένη με μια γυναίκα που της αρπάζουν το παιδί. Μα ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, βρέθηκε πρόθυμος να μου αποδείξει πως έχει και παράχει και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
– Κοίτα δεξιά τους βράχους του Σανταμερού· κοίτα και ζερβά το κάστρο του Χλιμούτσι. Και τα δυο κάστρα τα έχουν χρόνους τώρα και καιρούς δυο νεράιδες αδερφάδες. Μα κι οι δυο τους είχαν μια χαρά και μια λύπη. Εκείνη που πήρε το Χλιμούτσι χαιρότανε γιατ’ ήταν όμορφη και λυπόταν γιατί δεν είχε παιδιά.
Η άλλη που πήρε το Σανταμέρι λυπόταν γιατ’ ήταν άσκημη και χαιρόταν γιατ’ είχε παιδιά. Τα παιδιά, βλέπεις, είναι η μοναχή ευτυχία στα σπίτι. Όταν τα έβλεπε, το ένα να κυλιέται στο πάτωμα, τ’ άλλο να πηδά και να γελάει χωρίς αίτια, το άλλο να θέλει με το καλάμι να φτάσει το Θεό, λησμονούσε την ασκημιά της και όλα. Αν τηραζότανε καμιά φορά στον καθρέφτη κι έβλεπε το σύζαρο πρόσωπό της, τραβιότανε πίσω κι έλεγε χαμογελώντας:
– Τα νιάτα μου τα ’δωκα στα παιδιά μου.
Κι αλήθεια είχε πέντε σερνικά όμορφα σαν αχτίνες. Είχε κι ένα κοριτσάκι ίδια η Πεντάμορφη!
Μα η άλλη νεράιδα, που είχε το Χλιμούτσι, τι να ειπεί και πώς να παρηγορηθεί! Τι κι αν ήταν γαλανομάτα κι όμορφη; Τι κι αν έδινε το βιος της για να την κάμει ταίρι ο Αράπης της Αυλακιάς; Τι κι αν τα Ξωτικά του Λίντζη χαλούσανε τον κόσμο με τα ταμπουρλονιάκαρα, την ομορφιά της τραγουδώντας. Όταν θυμόταν – και τα θυμόταν κάθε λίγο και λιγάκι, η δόλια! – πως ήταν μοναχή, καταμόναχη, στο κάστρο της· πως οι αυλές κι οι πόρτες και τα δώματα έμεναν έρημα, βουβά, ανατριχίλα την έπιανε κι έπεφτε του θανατά. Κι όλο έκλαιε, έκλαιε. Γιατί τάχα και κείνη να μην έχει ένα παιδί; Γιατί Θε μου, γιατί διάτανε! να μην έχει ένα παιδάκι, μικρό, παχουλό, ροδοκόκκινο παιδάκι, να κλώθει τα σγουρά του μαλλιά με τα δάχτυλά της, να δένει στο λαιμό της τα μικρά χεράκια του, να γελάει με το αθώο του γέλιο, να παίζ’ η γλωσσίτσα του λέγοντας αδιάκοπα:
– Μάνα, μανούλα μου γλυκιά!…
Μια μέρα που πήγε στην αδερφή της και γνώρισε την ευτυχία που χαρίζουν τα παιδιά, κόντεψε να τρελαθεί από τη θλίψη της.
– Να σου ειπώ, καημένη, δε μου δίνεις και μένα ένα παιδάκι; της είπε με τα δάκρυα στα μάτια.
– Τι το θες:
– Να το ’χω συντροφιά. Γένουμε τόσο κακά μοναχή μου! Αρρωσταίνω.
– Ου καημένη! Δε δοξάζεις το Θεό, που σε φύλαξε από δαύτα!
Η άσκημη έκανε τάχα πως είναι βαργομισμένη από τα παιδιά.
– Πάρε όποιο θες· είπε τέλος στην αδερφή της. Έτσι κι έγινε. Όταν έφυγε το βράδυ, πήρε μαζί της και το καμάρι του Σανταμεριού, την όμορφη κόρη της άσκημης νεράιδας.
Πέρασαν μήνες και καιροί, μα ούτε την αδερφή ούτε την κόρη της είδε πια η άσκημη. Χάνει μια ημέρα την υπομονή, κινάει και πηγαίνει στο Χλιμούτσι. Μα βρίσκει το κάστρο έρημο και βουβό, τις πόρτες μανταλωμένες, χορταριασμένα τα δώματα. Χτυπάει τις πόρτες, δέρνει τους τοίχους, φωνάζει, κλαίει, μα τίποτα. Η νεράιδα η όμορφη με την όμορφη κόρη παίζει μέσα και γελάει και κάνει πως δεν ακούει τη μάνα, τη θλιβερή μάνα, που χτυπιέτ’ έξω και δέρνεται για την κόρη της, για την ίδια της την ομορφιά!…
Ο γερο-Ξηνταράς έκοψε εδώ το λόγο του, έκλεισε άλλη μια τρύπα του σακιού του και με κοίταξε κατάματα. Βέβαια ο μυλωνάς κάπου ήθελε να καταντήσει· μα περίμενε πρώτα να τον παρακινήσω. Έτσι και τα βόδια γνωρίζουν τα τέλος του δρόμου τους, μα στέκονται κάθε τόσο προσμένοντας το κεντρί του ζευγολάτη.
-Έτσι; τον ρώτησα.
– Ναι, είπε· και ξακολούθησε αμέσως. Από τότε η άσκημη δεν έχασε την ελπίδα να πάρει πίσω την κόρη της.. Κάθε τόσο κινάει και πηγαίνει στο κάστρο. Μα πριν κινήσει στολίζεται με τα καλύτερα ρούχα της· βάνει τα λαμπρότερα διαμαντικά και παίρνει μαζί όλες τις δούλες και τις βάγιες της με βιολιά και λαγούτα. Και σαν κινήσει, όλα περίγυρα ψυχωμένα κι άψυχα αναγαλλιάζουν. Ο ουρανός λάμπει ασυγνέφιαστος· η θάλασσα στέκει ακυμάτιστη· ο πλατύς κάμπος ανθίζει και μοσχοβολεί, όλα τα ζωντανά γλυκοζευγαρώνουν, πυρώνουν τα δεντρικά και στα χωριά ζεχειλίζ’ η χαρά, λες κι είναι Λαμπρή. Κι από το ένα βουνό ως το άλλο, φυσά στο διάβα της εν’ αεράκι, γεμάτο από μύριες αηδονόστομες λαλιές.
Μα όταν φτάσει στο κάστρο και το ιδεί σιδερομανταλωμένο κι άφωνο, παίρνει ολόγυρα τους πύργους κι αρχίζει με φωνή θλιμμένη και παρακαλεστική να ζητεί την κόρη, από την αδερφή της. Την ζητεί και της τάζει το Σανταμέρι με τους μεγεμένους κήπους και τ’ αεροκάμωτα παλάτια· με τις βρύσες τις διαμαντένιες και τις μαργαριταρένιες σκάλες και τις ολόχρυσες αυλές και τις ψηφιδωτές πόρτες και τους τοίχους τους σκαλιστούς. Και τέλος της τάζει να είναι κείνη κυρά κι αφέντρα ν’ αφεντεύει και τούτη να γίνει δούλα της να τη δουλεύει και πλύστρα της να την πλένει· να τρώει τ’ αποφάγια της, να πίνει τ’ απονιψίδια της, φτάνει να έχει μαζί την κόρη της τη χαϊδεμένη.
Τέτοια κι άλλα της τάζει. Μα κείνη κάνει πως δεν ακούει της αδερφής τα λόγια. Τότε απελπισμένη από την αδερφή γυρίζει γλυκομίλητη στην κόρη της και της τάζει. Της τάζει άντρα τής κάτω γης το γιο, διαμάντι το ρουμπίνι, που είναι τρανός και δυνατός σαν δράκος κι είν’ η γενιά του μεγάλη και πλατιά κι η μάνα του βαθύπλουτη και φοβερή.
Όμως από μέσα δεν απαντούν παρά τραγούδια κι όργανα, γέλια και χαρές, που μεγαλώνουν την οργή της. Και τότε αρχίζει να καταριέται τη σκύλα και παράνομη αδερφή. Τσαλαπατεί τα ρούχα και τα διαμαντικά της, σκίζει με τα νύχια τα μάγουλα, ξεπλέκει τα μαλλιά της, σκούζει και ρυάζεται σαν ρύσος. Στηθοχτυπά τους τοίχους, γροθοκοπεί τις πόρτες, αδράζει με τα δόντια της τ’ αγκωνάρια, δέρνει και κλωτσά τ’ άψυχο χτίριο ώσπου πέφτει ξερνώντας αίμα και αφρούς. Οι δούλες τότε τη σηκώνουν να τη φέρουν στο Σανταμέρι. Μα στο γυρισμό της δεν είναι η χαρούμενη μάνα, που πάει να πάρει το παιδί της. Είναι οργισμένη νεράιδα, δρόλαπας αρματωμένος με νερά και χαλάζι και σιφούνους. Η θάλασσα δέρνεται και βογκά σαν να νιώθει της μάνας τον καημό. Ο ουρανός σκοτεινιάζει θολώνουν τα τρεχούμενα νερά. Τα δεντρικά στρώνονται κοψομεσασμένα στο χώμα. Οι φοράδες απορρίχνουν και κακό θανατικό πλακώνει τα χωριά. Και απ’ άκρη σ’ άκρη του κάμπου φυσά ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξεριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βίσαλα και λιθάρια σαρώνει κι ακούεται στον άλλον κόσμο το κλάμα της.
Μωρέ! δεν είδα να μην έφαγε και τις φτερωτές του μύλου!…
Και ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, πήδησε από το κάθισμά του και πήγε να ιδεί μην έφαγε ο δρόλαπας τις φτερωτές του μύλου του.
Η μάνα
451
Προηγούμενο Άκουσμα