Τούτ’ οι περίσκεπτοι, κρυφά τόσο υπερήφανοι Ιουδαίοι
του βασιλέως καλεσμένοι, υποχωρητικοί,
πώς δέχτηκαν τα ιερά βιβλία τους,
το διαλεχτό, ξεχωριστό τους λόγοι,
την πνευματική οικοδομή του παιδειμένου έθνους των
να παραδώσουν σε ειδωλολάτρες;
Αντιπρόσωποι αυτοί του περιούσιου λαού,
του μόνου αληθινού Θεού οι αγαπητοί,
πώς δέχτηκαν να πλάσουν σ’ άλλη γλώσσα
τη λαλιά τους;
Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων
κι’ η γλώσσα η Ελληνική, μοναδική,
στην έξοχη ακμή της, εκείνη
που στην έντασή της, παίρνει μιά λάμψη
τραγική σχεδόν, καθώς πάει ν’ αποδείξει, ίσως
τι σημαίνει η απεριόριστη ελευθερία.
Η γλώσσα η Ελληνική,
στην αυστηρή ομορφιά της και στην ορθή οξύτητά της,
η θαυμάσια γλώσσα, αυτή
είχε γοητέψει τους ιερούς Εβραίους
και δέχτηκαν, περίπου τρεις αιώνες π.Χ.
να φανερώσουν εκείνη την αναμονή,
όπου, μοιραία πιά, δεν θα επαληθεύονταν δική τους.