409
Μιὰ βοσκοποῦλα ἀγάπησα, μιὰ ζηλεμμένη κόρη,
Καὶ τὴν ἀγάπησα πολὺ, —
Ἤμουν ἀλάλητο πουλὶ,
Δέκα χρονῶν ἀγόρι. —
Μιὰ μέρα ποῦ καθόμασθε στὰ χόρτα τ’ ἀνθισμένα,
— Μάρω, ἕνα λόγο θὰ σοῦ πῶ,
Μάρω, τῆς εἶπα, σὲ ἀγαπῶ,
Τρελαίνομαι γιὰ σένα. —
Ἀπὸ τὴ μέση μὲ ἅρπαξε, μὲ φίλησε στὸ στόμα
Καὶ μοὖπε· — γιὰ ἀναστεναγμοὺς,
Γιὰ τῆς ἀγάπης τοὺς καϋμοὺς
Εἶσαι μικρὸς ἀκόμα. —
Μεγάλωσα καὶ τὴν ζητῶ… ἄλλον ζητᾷ ἡ καρδιά της
Καὶ μὲ ξεχνάει τ’ ὀρφανό…
Ἐγὼ ὅμως δὲ λησμονῶ
Ποτὲ τὸ φίλημά της.