Μια φορά κι έναν καιρό είταν ένα καλό αγωράκι, κι όλο κρύωνε, οι γονιοί του δεν το αγαπούσανε και είτανε πολύ δυστυχισμένο. Να, όλο πεινούσε, ποτέ δεν του λέγανε λόγο γλυκό. Ψυχή δε φρόντιζε για τ’ αγωράκι, για το τι έκανε, μήτε για το τι σκεψούλες του περνούσανε από το μυαλουδάκι του, συχνά το μαλώνανε άδικα κι αυτό πονούσε κι απορούσε. Η οχτωχρονιάτικη καρδούλα του, πάντα σα στενοχωρημένη, δίχως να ξέρει γιατί, παρηγοριά μάλιστα καμιά δεν είχε το καημένο, επειδή δε μπορούσε κάνε να πάη ο νους του στα μελλούμενα, σαν παιδάκι ανήξερο που είτανε. Υπάρχουνε πολλά παιδιά σαν το δικό μας, που είναι σαν το δικό μας αξιολύπητα. Μα τυο δικού μας του έτυχε κάτι που πρέπει να το μολογήσουμε, συχνά δεν τυχαίνει. Το όνομα του Καίσαρας.
Μια μέρα, προς το δείλι, που ξεψυψούσε ήλιος χινοπωριανός, ο Καίσαρας κάθισε μια στιγμή στα σκαλοπάτια της εξώπορτας του σπιτιού του. Οι γονιοί του -αχ! δεν ήθελα να πω και η μάνα του- τον είχανε διώξει από μέσα. Ο Καίσαρας το βρήκε πολύ άδικο κι έκλαιγε η ψυχίτσα του η τσαλαπατημένη, που δεν μπορούσε να αντέξει σε τόσους παιδιακήσιους καημούς. Ήρθε άξαφνα ένας άνθρωπος και κάθισε αντίκρυ του, λαμπροντυμένος, ματάκια μου, κι όμορφος, όμορφος, νόμισε ο Καίσαρας πως έβλεπε άγγελο. Εμείς πάλε, αν κρίνουμε απ’ όσα έκαμε κατόπι, θαρρούμε πως είτανε κανένας αγαθός γέρος, που μπορούσε πολλά.
Μεγάλη εντύπωση έδωσε στον Καίσαρα ένα μακρί μακρί ραβδί που κρατούσε,, και που στην άκρη του εκεί απάνω απάνω, ίσια με ταστέρια, είχε κόκκινο φαναράκι, το φαναράκι λες κι άγγιζε τον ουρανό. Παρατήρησε ακόμη τα μάτια του αγαθού γέρου, που το φως τους έλαμπε και ζέσταινε συνάμα.
-Παιδάκι μου, του λέει, φαίνεσαι δυστυχισμένο και σε βλέπω που κλαίς. Ωστόσο, το ξέρω, Καισαράκι μου, πως είσαι καλό και καλοσυνείδητο παιδί. Πολύ σε λυπούμαι, κι όμως, δεν μπορώ να σε βοηθήσω.. Ρούχα να σου δώσω δεν έχω, αδύνατο κιόλας να σε πάρω μαζί μου, μακριάθε από τους κακούς γονιούς σου. Θα το καταλάβης αμέσως γιατί δεν αδειάζω. Εγώ είμαι ο καντηλανάφτης τουρανού. Τους ήλιους όλους, επειδή δεν υπάρχει μονάχα ο δικός μας, εγώ τους ανάφτω. Εγώ κάθε βράδυ τρέχω δώθε κείθε στους ουρανούς, για να λάμπουνε τ’ αστέρια και το πρωί, δεν το φαντάζεσαι, τι δουλειά έχω με τον Ήλιο μας, ώσπου τον ανάψω. Βέβαια πως είναι ωραίο ταπάγγελμα μου. Μα συχνά κανείς αγνατέβει πράματα λυπητερά, επειδή εννοείς πως περπατώ στους διάφορους πλανήτες μέσα, όταν είναι αναμμένοι, και σε όλους υπάρχουνε σαν σένα, δυστυχισμένοι.
-Αχ! καλέ μου κύριε καντηλανάφτη τουρανού, πάρτε με, πάρτε με μαζί σας, ψιθύρισε το αγώρι, σα να μιλούσε μέσα σε όνειρο.
-Δεν γίνεται! Του αποκρίθηκε ο γέρος. Με τα χίλια τα τρεξίματα μου άνω κάτω, να πάρω μαζί μου κι ένα παιδί! Αδύνατο! Καημένο, θα φοβόμουνα μήπως και σε αφήσω άξαφνα σε καμιά γωνία της απεραντωσιάς. Για να σε παρηγορήσω, θα σου κάμω ένα χάρισμα. Μου τυχαίνει κάποτες ανάφτοντας τ’ αστέρια, να σπάσω με το ραβδί μου κανένα κομματάκι από τους αρίφνητους, αξεδιάκριτους ελάχιστους κόσμους, που βρίσκονται ανάμεσά μας και των ατεριώνε, ανάμεσα των αστεριώνε και του απόκοσμου μέρους όπου λάμπουνε οι συναστεριές. Είναι τόσοι κόσμοι εκεί πάνω! Δεν πειράζει να σπάσω ένα δυο τιποτένιους. Κανένας κιόλας δεν το βλέπει. Τα κομματάκια, όμως, τα βάζω στην τσέπη μου μάνι μάνι και τα φυλάγω. Θα σου χαρίσω ένα.
Και λέγοντας τέτοια λόγια, ο καντηλανάφτης τουρανού δίνει στον Καίσαρα ένα κομματάκι κρουσταλλένιο, που έβγαζε ασυνήθιστο, αταίριαστο, ανείδωτο φως. Κι ο καλός ο γέρος έγνεψε φιλικά του παιδιού κι απομακρύνθηκε με αρμονικό, ρυθμικό βήμα, κι αλαφρό.
Έμνησκε σαστισμένο το παιδί στη θέση όπου τάφησε ο καντηλανάφτης του ουρανού. Τώρα όμως απέραντη, ουράνια χαρά του απογέμιζε την καρδιά του. Είχε βάλει στον κόρφο του το κομματάκι το πολύτιμο. Μάνιζε πάντα ο άνεμος όξω και φυσούσε μέσα στα τρυπημένα, στα κουρελλιασμένα του τα ρούχα. Το σπίτι πάντα σφαλιστό. Μάβρη πάντα η νύχτα ολόγυρα του. Μα του φαινότανε πως μονομιάς μεγάλωνε το μυαλό του, πως μέσα τρέχανε, πηδούσανε ιδέες σα τα κοττόπουλα, στην αβλίτσα. Και κατάλαβε. Κατάλαβε κι ένιωσε αμέσως πως είτανε πια εφτυχισμένος. Κατάλαβε τόντις πως είναι η ζωή μακρινή, πως ο κόσμος καλός είναι όσο και κακός, πως οι καημοί του θάχουνε κι ένα τέλος. Κατάλαβε ακόμη πιο πολύ πως σαν ήλιος καινούργιος, στα σωθικά του ανάτελνε ψυχή που δεν τη γνώριζε ως τα τότες, πως από δω κι ομπρός θα πιάση όλα να ταγαπά, όλα θα θέλη να τα φιλήση, από το λούλουδο του κάμπου ίσια με τα θάματα τουρανού. Είχε πια στα στήθια του τον εσώψυχο τον ήλιο, το μεγαλήτερο ταγαθό που μπορεί ο άνθρωπος να πάρη από το μυστικό χέρι της μοίρας.
Και τόντις ο μικρός ο Καίσαρας έγινε κάποτε μεγάλος ποιητής.