485
Έτσι μου τη διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία ένας καλός φίλος μου, έτσι τη γράφω κι εγώ.
«… Κι ήτανε μια νύχτα βροχής. Παραμονή Χριστουγέννων. Τα μεσάνυχτα χτυπάνε την πόρτα μου. Ταράχτηκα. Η ώρα της κυκλοφορίας ήτανε περασμένη. Δε θα μπορούσε να ‘τανε τίποτε άλλο. Κανείς μας δεν ήξερε τότε τι τον περίμενε από τη μια μέρα στην άλλη. Και πραγματικά. Ένας Γερμανός ψηλός ως απάνω μπήκε στο σπίτι μας. Η γυναίκα μου έτρεμε πίσω μου σαν το καλάμι. Ο Γερμανός κάνει ένα βήμα ακόμα.
– Πού έχετε, με ρωτάει, το χριστουγεννιάτικο δέντρο σας; Και βγάζει από την τσέπη του δυο μικρά παιχνιδάκια.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας; Δεν έχουμε, του απαντώ. Είμαστε φτωχοί. Δεν έχουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο…
Ο στρατιώτης, σηκώνοντας το κεφάλι του, κοιτάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα το κρεβάτι του αποκοιμισμένου παιδιού μας και προχωρεί κατά κει με το βρεγμένο του πηλίκιο στα χέρια του. Στέκεται όρθιος, το κοιτάζει για λίγο και ξαπλώνεται πλάι του χαϊδεύοντάς του αλαφρά – αλαφρά τα μαλλιά. Περνάνε πέντε λεπτά. Εγώ κι η γυναίκα μου περιμένουμε όρθιοι στην πόρτα. Περνάνε δέκα λεπτά. Ακούμε το στρατιώτη να ροχαλίζει. Η γυναίκα μου ξεστρώνει μια κουβέρτα από το κρεβάτι μας και περπατώντας στα δάχτυλα, πηγαίνει και τον σκεπάζει. Καθόμαστε έπειτα σιωπηλοί.
– Όλοι είμαστε άνθρωποι, μου λέει εκείνη. Για σκέψου καλά. Ξέρεις τι λέω; Αν μπορούσαμε, για χάρη αυτουνού του στρατιώτη, που ‘ναι κι αυτός ένας άνθρωπος, ν’ αγοράζαμε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο…
Την κοιτάζω κι εγώ σκεφτικός.
– Όχι, της λέω. Έχουμε τόσους φυλακισμένους και τόσους που αγωνίζονται όξω δίχως ψωμί. Αλλιώς… Δε λέω. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Το ξέρω κι εγώ…
Την άλλη μέρα, ενώ έπαιρνε σιγά – σιγά να βραδιάζει, με περίμενε στην άκρη μιας λεωφόρου ο Κάρολος, ο Γερμανός στρατιώτης που ήρθε στο σπίτι μου. Βαδίζουμε πλάι – πλάι, κάτω από την αλέα με τις πιπεριές, και πηγαίνουμε να πιούμε κρασί. Καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι, μόνοι μας στην αρχή κι ύστερα μαζί με δυο άλλους φίλους μου. Ο Κάρολος τραγουδάει σιγά ένα λαϊκό γερμανικό τραγούδι και τα μάτια του λάμπουνε σαν δυο κρίνοι βρεγμένοι από τη δροσιά. Ένας φίλος μου, όταν τελειώνει εκείνος, πιάνει και τραγουδάει τη φλαμουριά. Τον ακούει ο Κάρολος και πίνει το ένα ποτήρι απάνω στο άλλο.
– Ε, Κάρολε!, του λέει ένας από τους φίλους μου. Όταν καμιά φορά θα ‘ρθουμε κι εμείς εκεί πάνω στο Ρήνο, θα μας προσφέρεις κρασί πολύ καλύτερο από τούτο…
Έχω μια στιγμή ζαλιστεί και δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, όταν βλέπω τον Κάρολο να σηκώνεται όρθιος και να δίνει ένα μπάτσο στο φίλο μου.
– Εσείς δε θα ‘ρθείτε ποτέ στο Ρήνο!, του λέει φτύνοντας το τραπέζι.
Τινάζομαι όρθιος και κάνω να ησυχάσω τον Κάρολο, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα. Εκείνος, κάνοντας μιαν απότομη κίνηση, τραβάει το πιστόλι από τη μέση του και μου το καρφώνει στο στήθος. Κι αμέσως, κάνοντας μια δεύτερη κίνηση, βάζει το πιστόλι στη θήκη του. Δίνει μια κλωτσιά στην καρέκλα που είναι μπροστά του, τρέχει, ανοίγει την πόρτα και χάνεται. Καθώς τρέχει, μου φαίνεται πως σκορπίζονται από τα θυμωμένα του μάτια μια φουχτιά σπίθες μες στην ταβέρνα. Εμείς, ξυλιασμένοι στις θέσεις μας, κοιταζόμαστε σα να χάσαμε τη φωνή μας. Τα χέρια μας έχουνε παραλύσει. Αφήνουμε τα ποτήρια μας γιομάτα κρασί κι ο ένας μας πίσω απ’ τον άλλο σηκώνουμε τους μαύρους γιακάδες μας, ανοίγουμε την πόρτα και χανόμαστε μες στο σκοτάδι, σα να πηδάμε, ένας – ένας, στην άβυσσο…».