453
Τώρα που η νύχτα πύκνωσε και γέρνει το φεγγάρι
που ένα αγόρι ξαγρυπνάει για το χατίρι σου,
που το σκοτάδι η γης φορεί κι ο ουρανός τη χάρη,
έβγα φεγγαροπρόσωπη στο παραθύρι σου.
Έβγα και γλυκοπότισε λουλούδια μαραμένα,
κι αν έχεις στάλα πονεσιά μες την καρδούλα σου,
λυπήσου με, και δόστηνα σε χείλη διψασμένα,
ν᾿ αναστηθώ σα λούλουδο με τη δροσούλα σου.
Η θάλασσα τη γης φιλάει και τις ιτιές τ᾿ αγέρι,
κι εγώ μονάχα δε φιλώ τα δυο χειλάκια σου,
με χίλια αστέρια ο ουρανός, κι εγώ χωρίς αστέρι,
σκοτάδι η γης, κι εγώ χωρίς τα δυο ματάκια σου!
Κατέβα και περπάτησε, νεράιδα μες τα σκότη,
και μίλησέ μου να θαρρώ πως αναστήθηκα,
πες μου τα λόγια τα γλυκά που πρωτολέει η νιότη,
κι ας αποθάνω ακούγοντας πως αγαπήθηκα.